- μιαιφόνος
- -ο(ν) (ΑΜ μιαιφόνος και μιηφόνος -ον)ο μιασμένος από φόνο, ο ένοχος για φόνονεοελλ.(και για ξίφος) φονικός, αιματοβαμμένοςμσν.το ουδ. ως ουσ. τὸ μιαιφόνονδιάπραξη φόνουαρχ.1. (συν. ως επίθ. τού θεού Αρη) αιμοχαρής, αιμοδιψής, δολοφονικός2. αυτός που προκαλείται από φόνο («μιαιφόνου μύσος», Ευρ.).επίρρ...μιαιφόνως (Α)με μιαιφόνο τρόπο, φονικά, δολοφονικά.[ΕΤΥΜΟΛ. < μιαι- (βλ. λ. μιαίνω) + -φόνος (< φόνος), πρβλ. μητρο-φόνος. Το -η- τού τ. μιηφόνος οφείλεται πιθ. σε φωνητική εναλλαγή τού -αι-].
Dictionary of Greek. 2013.